βαρβαροσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρβαροσύνη | οι | βαρβαροσύνες |
| γενική | της | βαρβαροσύνης | των | (βαρβαροσυνών) |
| αιτιατική | τη | βαρβαροσύνη | τις | βαρβαροσύνες |
| κλητική | βαρβαροσύνη | βαρβαροσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρβαροσύνη < μεσαιωνική ελληνική βαρβαροσύνη < βάρβαρ(ος) + -οσύνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaɾ.va.ɾoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαρ‐βα‐ρο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
βαρβαροσύνη θηλυκό
- η ιδιότητα του βάρβαρου, η αγένεια
- ※ Η πατριδοκαπηλία, η εθνοκαπηλία, η αρχαιόπληκτη βαρβαροσύνη που εξέπεμψαν τα δίποδα που πρωτοστατούσαν χτες σε πράξεις καταισχύνης εναντίον των μουσουλμάνων μεταναστών της Αττικής, δεν είναι παρά τα «ιδεολογικά» συνώνυμα του μισανθρωπισμού τους.
- «Τίποτα το μη ελληνικό δεν μου είναι ξένο», Ριζοσπάστης, 17 Νοεμβρίου 2010
- ※ Η πατριδοκαπηλία, η εθνοκαπηλία, η αρχαιόπληκτη βαρβαροσύνη που εξέπεμψαν τα δίποδα που πρωτοστατούσαν χτες σε πράξεις καταισχύνης εναντίον των μουσουλμάνων μεταναστών της Αττικής, δεν είναι παρά τα «ιδεολογικά» συνώνυμα του μισανθρωπισμού τους.
Μεταφράσεις
βαρβαροσύνη
|
|
Πηγές
- βαρβαροσύνη - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- βαρβαροσύνη - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.