βανιλίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βανιλίνη | οι | βανιλίνες |
| γενική | της | βανιλίνης | των | βανιλινών |
| αιτιατική | τη | βανιλίνη | τις | βανιλίνες |
| κλητική | βανιλίνη | βανιλίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βανιλίνη < βανίλια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.