βαναδιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαναδιούχος η βαναδιούχα το βαναδιούχο
      γενική του βαναδιούχου της βαναδιούχας του βαναδιούχου
    αιτιατική τον βαναδιούχο τη βαναδιούχα το βαναδιούχο
     κλητική βαναδιούχε βαναδιούχα βαναδιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαναδιούχοι οι βαναδιούχες τα βαναδιούχα
      γενική των βαναδιούχων των βαναδιούχων των βαναδιούχων
    αιτιατική τους βαναδιούχους τις βαναδιούχες τα βαναδιούχα
     κλητική βαναδιούχοι βαναδιούχες βαναδιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

βαναδιούχος < βανάδιο + -ούχος

Επίθετο

βαναδιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο βαναδίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.