βαμπίρ
Νέα ελληνικά (el)

ένα βαμπίρ από κοντά
Ετυμολογία
- βαμπίρ < (άμεσο δάνειο) γαλλική vampire < γερμανική Vampir < σλαβικής προέλευσης (σερβοκροατικά vàmpīr)
Ουσιαστικό
βαμπίρ ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
βαμπίρ
|
→ δείτε τη λέξη βρικόλακας |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.