vampire
Αγγλικά (en)
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- vampire < (άμεσο δάνειο) γερμανική Vampir < σερβική
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɑ̃ .piʁ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| vampire | vampires |
vampire (fr) αρσενικό
- ο βρικόλακας, το βαμπίρ
- ο δολοφόνος, ο υπεύθυνος πολλών κακουργημάτων
- η νυχτερίδα της Νότιας Αμερικής
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.