βάμπιρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βάμπιρος οι βάμπιροι
      γενική του βάμπιρου των βάμπιρων
    αιτιατική τον βάμπιρο τους βάμπιρους
     κλητική βάμπιρε βάμπιροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάμπιρος < βαμπίρ + -ος

Ουσιαστικό

βάμπιρος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.