βαθμολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαθμολόγιο τα βαθμολόγια
      γενική του βαθμολόγιου
& βαθμολογίου
των βαθμολόγιων
& βαθμολογίων
    αιτιατική το βαθμολόγιο τα βαθμολόγια
     κλητική βαθμολόγιο βαθμολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθμολόγιο < βαθμο(ς) + -λόγιο

Ουσιαστικό

βαθμολόγιο ουδέτερο

  1. κατάλογος καταγραφής της βαθμολογίας
  2. βαθμολογική κλίμακα κατάταξης υπαλλήλων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.