βαθμολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | βαθμολόγιο | τα | βαθμολόγια |
| γενική | του | βαθμολόγιου & βαθμολογίου |
των | βαθμολόγιων & βαθμολογίων |
| αιτιατική | το | βαθμολόγιο | τα | βαθμολόγια |
| κλητική | βαθμολόγιο | βαθμολόγια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
βαθμολόγιο ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.