μάινα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- μάινα < (άμεσο δάνειο) βενετική maina, προστακτική του mainar (μαϊνάρω)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmai̯.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μάι‐να
Επίρρημα
μάινα
Ουσιαστικό
μάινα ουδέτερο άκλιτο
- το μαϊνάρισμα, η διαδικασία του κατεβάσματος ενός αντικειμένου όπως ένα πανί, μία σημαία, ή της άγκυρας στο πλοίο.
- Μόλις κάνουμε το μάινα των πανιών, ετοιμάστε τους κάβους για να δέσουμε.
Συγγενικά
Αντώνυμα
Ετυμολογία 2
→ λείπει η κλίση
- μάινα < → λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό
μάινα θηλυκό
- (πτηνό) κοινή ονομασία του πουλιού Γκράκουλα (Gracula religiosa), είδος στρουθιόμορφου πουλιού, με μαύρο χρωματισμό που, όπως οι παπαγάλοι, έχει τη δυνατότητα να αρθρώνει λέξεις (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αναφορές
- μάινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- για το πουλί: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.