βίδες

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι βίδες
      γενική των (βιδών)
    αιτιατική τις βίδες
     κλητική βίδες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βίδες <  δείτε τη λέξη βίδα

Ουσιαστικό

βίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

βίδες θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.