βήξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βήξιμο τα βηξίματα
      γενική του βηξίματος των βηξιμάτων
    αιτιατική το βήξιμο τα βηξίματα
     κλητική βήξιμο βηξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βήξιμο < βήχω (συνοπτικό θέμα: βηξ-) + -ιμο

Ουσιαστικό

βήξιμο ουδέτερο

  1. η ενέργεια του βήχω
  2. ο σύντομος ήχος που ακούγεται όταν κάποιος βήχει για μια φορά ή υποκρίνεται ότι βήχει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.