βάμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάμμα τα βάμματα
      γενική του βάμματος των βαμμάτων
    αιτιατική το βάμμα τα βάμματα
     κλητική βάμμα βάμματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάμμα < αρχαία ελληνική βάμμα

Ουσιαστικό

βάμμα ουδέτερο

  1. υψηλής συγκέντρωσης εκχύλισμα βοτάνων σε αλκοολούχο διάλυμα
    βάμμα ιωδίου

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

βάμμα < βάπτω

Ουσιαστικό

βάμμα

  1. το υγρό στο οποίο βυθίζουμε κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.