βάλτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βάλτωμα τα βαλτώματα
      γενική του βαλτώματος των βαλτωμάτων
    αιτιατική το βάλτωμα τα βαλτώματα
     κλητική βάλτωμα βαλτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βάλτωμα < βαλτώνω + -μα

Ουσιαστικό

βάλτωμα ουδέτερο

  1. η μετατροπή σε βάλτο
  2. η στασιμότητα, η απουσία θετικών εξελίξεων
     αντώνυμα: προχώρημα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.