προχώρημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προχώρημα τα προχωρήματα
      γενική του προχωρήματος των προχωρημάτων
    αιτιατική το προχώρημα τα προχωρήματα
     κλητική προχώρημα προχωρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προχώρημα < προχωρώ + -μα

Ουσιαστικό

προχώρημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.