αὐτοκρατής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | αὐτοκρατής | τὸ | αὐτοκρατές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | αὐτοκρατοῦς | τοῦ | αὐτοκρατοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | αὐτοκρατεῖ | τῷ | αὐτοκρατεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | αὐτοκρατῆ | τὸ | αὐτοκρατές | ||
| κλητική ὦ! | αὐτοκρατές | αὐτοκρατές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | αὐτοκρατεῖς | τὰ | αὐτοκρατῆ | ||
| γενική | τῶν | αὐτοκρατῶν | τῶν | αὐτοκρατῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | αὐτοκρατέσῐ(ν) | τοῖς | αὐτοκρατέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | αὐτοκρατεῖς | τὰ | αὐτοκρατῆ | ||
| κλητική ὦ! | αὐτοκρατεῖς | αὐτοκρατῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτοκρατεῖ | τὼ | αὐτοκρατεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐτοκρατοῖν | τοῖν | αὐτοκρατοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- το αὐτοκρατές
Πηγές
- αὐτοκρατής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτοκρατής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.