αὐτοκρατές

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὐτοκρατές < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αὐτοκρατής

Ουσιαστικό

αὐτοκρατές ουδέτερο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.