αὐσταλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | αὐσταλέος | ἡ | αὐσταλέᾱ | τὸ | αὐσταλέον |
| γενική | τοῦ | αὐσταλέου | τῆς | αὐσταλέᾱς | τοῦ | αὐσταλέου |
| δοτική | τῷ | αὐσταλέῳ | τῇ | αὐσταλέᾳ | τῷ | αὐσταλέῳ |
| αιτιατική | τὸν | αὐσταλέον | τὴν | αὐσταλέᾱν | τὸ | αὐσταλέον |
| κλητική ὦ! | αὐσταλέε | αὐσταλέᾱ | αὐσταλέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | αὐσταλέοι | αἱ | αὐσταλέαι | τὰ | αὐσταλέᾰ |
| γενική | τῶν | αὐσταλέων | τῶν | αὐσταλέων | τῶν | αὐσταλέων |
| δοτική | τοῖς | αὐσταλέοις | ταῖς | αὐσταλέαις | τοῖς | αὐσταλέοις |
| αιτιατική | τοὺς | αὐσταλέους | τὰς | αὐσταλέᾱς | τὰ | αὐσταλέᾰ |
| κλητική ὦ! | αὐσταλέοι | αὐσταλέαι | αὐσταλέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐσταλέω | τὼ | αὐσταλέᾱ | τὼ | αὐσταλέω |
| γεν-δοτ | τοῖν | αὐσταλέοιν | τοῖν | αὐσταλέαιν | τοῖν | αὐσταλέοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αὐσταλέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αὐσταλέος, -α, -ον
- ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος, βρώμικος
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.200, @scaife.perseus
- ἀδρανίῃ γήραι τε· πίνῳ δέ οἱ αὐσταλέος χρὼς
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 3.831, @scaife.perseus
- αὐσταλέας δʼ ἔψησε παρηίδας· αὐτὰρ ἀλοιφῇ
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.200, @scaife.perseus
- (για ποταμό) ξεραμένος
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 39.51, @scaife.perseus
- ξηρὸν ὕδωρ ποίησε, καὶ αὐσταλέου ποταμοῖο
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 39.51, @scaife.perseus
- (μεταφορικά, για βίο) λιτός
- επικός τύπος : ἀϋσταλέος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αὖος
Πηγές
- αὐσταλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐσταλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.