ἀϋσταλέος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀϋσταλέος | ἡ | ἀϋσταλέᾱ | τὸ | ἀϋσταλέον |
| γενική | τοῦ | ἀϋσταλέου | τῆς | ἀϋσταλέᾱς | τοῦ | ἀϋσταλέου |
| δοτική | τῷ | ἀϋσταλέῳ | τῇ | ἀϋσταλέᾳ | τῷ | ἀϋσταλέῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀϋσταλέον | τὴν | ἀϋσταλέᾱν | τὸ | ἀϋσταλέον |
| κλητική ὦ! | ἀϋσταλέε | ἀϋσταλέᾱ | ἀϋσταλέον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀϋσταλέοι | αἱ | ἀϋσταλέαι | τὰ | ἀϋσταλέᾰ |
| γενική | τῶν | ἀϋσταλέων | τῶν | ἀϋσταλέων | τῶν | ἀϋσταλέων |
| δοτική | τοῖς | ἀϋσταλέοις | ταῖς | ἀϋσταλέαις | τοῖς | ἀϋσταλέοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀϋσταλέους | τὰς | ἀϋσταλέᾱς | τὰ | ἀϋσταλέᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀϋσταλέοι | ἀϋσταλέαι | ἀϋσταλέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀϋσταλέω | τὼ | ἀϋσταλέᾱ | τὼ | ἀϋσταλέω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀϋσταλέοιν | τοῖν | ἀϋσταλέαιν | τοῖν | ἀϋσταλέοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀϋσταλέος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀϋσταλέος
- επικός τύπος του αὐσταλέος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 327 (325-328)
- πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι, εἴ τι γυναικῶν | ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν, | εἴ κεν ἀϋσταλέος κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισι | δαινύῃ;
- Και πώς αλλιώς, καλέ μου ξένε, εσύ θα μάθεις πως είμαι εγώ | η ανώτερη από τις άλλες τις γυναίκες και στο μυαλό και στη σωστή μου σκέψη, | αν σ᾽ άφηνα έτσι λερωμένο και ρακένδυτο σ᾽ αυτό το σπιτικό να τρως ό,τι αυτοί μόνο σου δίνουν.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι, εἴ τι γυναικῶν | ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν, | εἴ κεν ἀϋσταλέος κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισι | δαινύῃ;
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 327 (325-328)
Πηγές
- αὐσταλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀϋσταλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.