αἱμωδία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | αἱμωδίᾱ | αἱ | αἱμωδίαι |
| γενική | τῆς | αἱμωδίᾱς | τῶν | αἱμωδιῶν |
| δοτική | τῇ | αἱμωδίᾳ | ταῖς | αἱμωδίαις |
| αιτιατική | τὴν | αἱμωδίᾱν | τὰς | αἱμωδίᾱς |
| κλητική ὦ! | αἱμωδίᾱ | αἱμωδίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἱμωδίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἱμωδίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Αναφορές
- Ο Μπαμπινιώτης υποθέτει από αμάρτυρο τύπο *αἱμός=πόνος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- αἱμωδία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.