αϊτόπουλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αϊτόπουλο τα αϊτόπουλα
      γενική του αϊτόπουλου των αϊτόπουλων
    αιτιατική το αϊτόπουλο τα αϊτόπουλα
     κλητική αϊτόπουλο αϊτόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αϊτόπουλο < αϊτός + -όπουλο

Ουσιαστικό

αϊτόπουλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.