αχούφτιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχούφτιαστος | η | αχούφτιαστη | το | αχούφτιαστο |
| γενική | του | αχούφτιαστου | της | αχούφτιαστης | του | αχούφτιαστου |
| αιτιατική | τον | αχούφτιαστο | την | αχούφτιαστη | το | αχούφτιαστο |
| κλητική | αχούφτιαστε | αχούφτιαστη | αχούφτιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχούφτιαστοι | οι | αχούφτιαστες | τα | αχούφτιαστα |
| γενική | των | αχούφτιαστων | των | αχούφτιαστων | των | αχούφτιαστων |
| αιτιατική | τους | αχούφτιαστους | τις | αχούφτιαστες | τα | αχούφτιαστα |
| κλητική | αχούφτιαστοι | αχούφτιαστες | αχούφτιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φούχτα
Μεταφράσεις
αχούφτιαστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.