αχιόνιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αχιόνιστος | η | αχιόνιστη | το | αχιόνιστο |
| γενική | του | αχιόνιστου | της | αχιόνιστης | του | αχιόνιστου |
| αιτιατική | τον | αχιόνιστο | την | αχιόνιστη | το | αχιόνιστο |
| κλητική | αχιόνιστε | αχιόνιστη | αχιόνιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αχιόνιστοι | οι | αχιόνιστες | τα | αχιόνιστα |
| γενική | των | αχιόνιστων | των | αχιόνιστων | των | αχιόνιστων |
| αιτιατική | τους | αχιόνιστους | τις | αχιόνιστες | τα | αχιόνιστα |
| κλητική | αχιόνιστοι | αχιόνιστες | αχιόνιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αχιόνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει χιονίσει πάνω του ή κατά τη διάρκειας του
- αχιόνιστο μέρος, αχιόνιστο Δωδεκαήμερο
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αχιόνιστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.