αφρόξυλο

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

αφρόξυλο < αφροξυλιά

Ουσιαστικό

αφρόξυλο ουδέτερο

  1. το ξύλο της αφροξυλιάς
  2. (γενικότερα) μαλακό ξύλο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.