αφιονισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αφιονισμός | οι | αφιονισμοί |
| γενική | του | αφιονισμού | των | αφιονισμών |
| αιτιατική | τον | αφιονισμό | τους | αφιονισμούς |
| κλητική | αφιονισμέ | αφιονισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fço.niˈzmos/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αφιόνι
Μεταφράσεις
αφιονισμός
|
|
Αναφορές
- αφιονισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.