αφιόνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αφιόνισμα | τα | αφιονίσματα |
| γενική | του | αφιονίσματος | των | αφιονισμάτων |
| αιτιατική | το | αφιόνισμα | τα | αφιονίσματα |
| κλητική | αφιόνισμα | αφιονίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfço.ni.zma/
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αφιόνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.