αφιλοσόφητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφιλοσόφητος | η | αφιλοσόφητη | το | αφιλοσόφητο |
| γενική | του | αφιλοσόφητου | της | αφιλοσόφητης | του | αφιλοσόφητου |
| αιτιατική | τον | αφιλοσόφητο | την | αφιλοσόφητη | το | αφιλοσόφητο |
| κλητική | αφιλοσόφητε | αφιλοσόφητη | αφιλοσόφητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφιλοσόφητοι | οι | αφιλοσόφητες | τα | αφιλοσόφητα |
| γενική | των | αφιλοσόφητων | των | αφιλοσόφητων | των | αφιλοσόφητων |
| αιτιατική | τους | αφιλοσόφητους | τις | αφιλοσόφητες | τα | αφιλοσόφητα |
| κλητική | αφιλοσόφητοι | αφιλοσόφητες | αφιλοσόφητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφιλοσόφητος < (ελληνιστική κοινή) ἀφιλοσόφητος
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.