αφιλοσόφητα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφιλοσόφητα < αφιλοσόφητος + -α
Αντώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αφιλοσόφητα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφιλοσόφητος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.