αφεγγής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφεγγής η αφεγγής το αφεγγές
      γενική του αφεγγούς* της αφεγγούς του αφεγγούς
    αιτιατική τον αφεγγή την αφεγγή το αφεγγές
     κλητική αφεγγή(ς) αφεγγής αφεγγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφεγγείς οι αφεγγείς τα αφεγγή
      γενική των αφεγγών των αφεγγών των αφεγγών
    αιτιατική τους αφεγγείς τις αφεγγείς τα αφεγγή
     κλητική αφεγγείς αφεγγείς αφεγγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφεγγής < αρχαία ελληνική ἀφεγγής

Επίθετο

αφεγγής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.