αφασικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφασικός η αφασική το αφασικό
      γενική του αφασικού της αφασικής του αφασικού
    αιτιατική τον αφασικό την αφασική το αφασικό
     κλητική αφασικέ αφασική αφασικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφασικοί οι αφασικές τα αφασικά
      γενική των αφασικών των αφασικών των αφασικών
    αιτιατική τους αφασικούς τις αφασικές τα αφασικά
     κλητική αφασικοί αφασικές αφασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφασικός < αφασία

Επίθετο

αφασικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την αφασία
  2. που πάσχει από αφασία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.