αφαιμάξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αφαιμάξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφαιμάσσω
  2. θα αφαιμάξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφαιμάσσω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αφαιμάξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αφαίμαξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.