saignée
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| saignée | saignées |
Ουσιαστικό
saignée (fr) θηλυκό
- η αφαίμαξη, η αιμορραγία που προκαλείται για κάποιο λόγο
- η απώλεια ενός τμήματος (υλικού, ουσίας, κ.α.)
- η πτυχή ανάμεσα στον βραχίονα και το αντιβράχιο, εκεί απ' όπου γίνεται η αιμοδοσία
- (μεταφορικά) το χαντάκι για την άρδευση
- η χαραγή ενός τοίχου για το πέρασμα καλωδίων
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.