saignée

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
saignée saignées

Ουσιαστικό

saignée (fr) θηλυκό

  1. η αφαίμαξη, η αιμορραγία που προκαλείται για κάποιο λόγο
  2. η απώλεια ενός τμήματος (υλικού, ουσίας, κ.α.)
  3. η πτυχή ανάμεσα στον βραχίονα και το αντιβράχιο, εκεί απ' όπου γίνεται η αιμοδοσία
  4. (μεταφορικά) το χαντάκι για την άρδευση
  5. η χαραγή ενός τοίχου για το πέρασμα καλωδίων

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.