αυτόχειρ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αυτόχειρ οι αυτόχειρες
      γενική του/της αυτόχειρος των αυτοχείρων
    αιτιατική τον/την αυτόχειρα τους/τις αυτόχειρες
     κλητική αυτόχειρ αυτόχειρες
Δείτε την κλίση του αυτόχειρας και του αρχαίου αὐτόχειρ.
Κατηγορία όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτόχειρ < αρχαία ελληνική αὐτόχειρ

Ουσιαστικό

αυτόχειρ αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.