αυτοχαρακτηρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοχαρακτηρισμός οι αυτοχαρακτηρισμοί
      γενική του αυτοχαρακτηρισμού των αυτοχαρακτηρισμών
    αιτιατική τον αυτοχαρακτηρισμό τους αυτοχαρακτηρισμούς
     κλητική αυτοχαρακτηρισμέ αυτοχαρακτηρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοχαρακτηρισμός < αυτοχαρακτηρίζομαι + -μός

Ουσιαστικό

αυτοχαρακτηρισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.