αυτοφωράκιας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοφωράκιας οι αυτοφωράκηδες
      γενική του αυτοφωράκια των αυτοφωράκηδων
    αιτιατική τον αυτοφωράκια τους αυτοφωράκηδες
     κλητική αυτοφωράκια αυτοφωράκηδες
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοφωράκιας < αυτόφωρο + -άκιας

Ουσιαστικό

αυτοφωράκιας αρσενικό

  • (νεολογισμός) άτομο που παρουσιάζεται ως υπεύθυνος νυχτερινού κέντρου ώστε να κλειστεί προσωρινά στο αυτόφωρο, αντί του πραγματικού υπευθύνου, σε περιπτώσεις αυτόφωρης δίωξης λόγω παραβίασης του ωραρίου λειτουργίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.