αυτοφωράκιας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυτοφωράκιας | οι | αυτοφωράκηδες |
| γενική | του | αυτοφωράκια | των | αυτοφωράκηδων |
| αιτιατική | τον | αυτοφωράκια | τους | αυτοφωράκηδες |
| κλητική | αυτοφωράκια | αυτοφωράκηδες | ||
| Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αυτοφωράκιας αρσενικό
Μεταφράσεις
αυτοφωράκιας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.