αυτοσυσχέτιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοσυσχέτιση | οι | αυτοσυσχετίσεις |
| γενική | της | αυτοσυσχέτισης* | των | αυτοσυσχετίσεων |
| αιτιατική | την | αυτοσυσχέτιση | τις | αυτοσυσχετίσεις |
| κλητική | αυτοσυσχέτιση | αυτοσυσχετίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοσυσχετίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοσυσχέτιση < αυτο- + συσχέτιση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autocorrelation ή serial correlation
Ουσιαστικό
αυτοσυσχέτιση θηλυκό
- (μαθηματικά, στατιστική) η συσχέτιση μεταξύ των τιμών ενός σήματος με τις τιμές του ίδιου σήματος σε διαδοχικές χρονικές περιόδους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.