αυτοπεριορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αυτοπεριορισμός | οι | αυτοπεριορισμοί |
| γενική | του | αυτοπεριορισμού | των | αυτοπεριορισμών |
| αιτιατική | τον | αυτοπεριορισμό | τους | αυτοπεριορισμούς |
| κλητική | αυτοπεριορισμέ | αυτοπεριορισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοπεριορισμός < αυτο- + περιορισμός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική self-limitation)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fto.pe.ɾi.o.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐πε‐ρι‐ο‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
αυτοπεριορισμός αρσενικό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αυτοπεριορίζομαι
- η αυτοσυγκράτηση
- ο αυτοεγκλεισμός, ο αυτόβουλος περιορισμός σε συγκεκριμένο χώρο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αυτοπεριορίζομαι
Μεταφράσεις
αυτοπεριορισμός
|
Αναφορές
- αυτοπεριορισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.