αυτοκαταξίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοκαταξίωση | οι | αυτοκαταξιώσεις |
| γενική | της | αυτοκαταξίωσης* | των | αυτοκαταξιώσεων |
| αιτιατική | την | αυτοκαταξίωση | τις | αυτοκαταξιώσεις |
| κλητική | αυτοκαταξίωση | αυτοκαταξιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκαταξιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοκαταξίωση < αυτοκαταξιώνω + -ση
Μεταφράσεις
αυτοκαταξίωση
|
|
- αυτοκαταξίωση - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.