αυτοκαταξιώνω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοκαταξιώνω | αυτοκαταξίωνα | θα αυτοκαταξιώνω | να αυτοκαταξιώνω | αυτοκαταξιώνοντας | |
| β' ενικ. | αυτοκαταξιώνεις | αυτοκαταξίωνες | θα αυτοκαταξιώνεις | να αυτοκαταξιώνεις | αυτοκαταξίωνε | |
| γ' ενικ. | αυτοκαταξιώνει | αυτοκαταξίωνε | θα αυτοκαταξιώνει | να αυτοκαταξιώνει | ||
| α' πληθ. | αυτοκαταξιώνουμε | αυτοκαταξιώναμε | θα αυτοκαταξιώνουμε | να αυτοκαταξιώνουμε | ||
| β' πληθ. | αυτοκαταξιώνετε | αυτοκαταξιώνατε | θα αυτοκαταξιώνετε | να αυτοκαταξιώνετε | αυτοκαταξιώνετε | |
| γ' πληθ. | αυτοκαταξιώνουν(ε) | αυτοκαταξίωναν αυτοκαταξιώναν(ε) |
θα αυτοκαταξιώνουν(ε) | να αυτοκαταξιώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοκαταξίωσα | θα αυτοκαταξιώσω | να αυτοκαταξιώσω | αυτοκαταξιώσει | ||
| β' ενικ. | αυτοκαταξίωσες | θα αυτοκαταξιώσεις | να αυτοκαταξιώσεις | αυτοκαταξίωσε | ||
| γ' ενικ. | αυτοκαταξίωσε | θα αυτοκαταξιώσει | να αυτοκαταξιώσει | |||
| α' πληθ. | αυτοκαταξιώσαμε | θα αυτοκαταξιώσουμε | να αυτοκαταξιώσουμε | |||
| β' πληθ. | αυτοκαταξιώσατε | θα αυτοκαταξιώσετε | να αυτοκαταξιώσετε | αυτοκαταξιώστε | ||
| γ' πληθ. | αυτοκαταξίωσαν αυτοκαταξιώσαν(ε) |
θα αυτοκαταξιώσουν(ε) | να αυτοκαταξιώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αυτοκαταξιώσει | είχα αυτοκαταξιώσει | θα έχω αυτοκαταξιώσει | να έχω αυτοκαταξιώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αυτοκαταξιώσει | είχες αυτοκαταξιώσει | θα έχεις αυτοκαταξιώσει | να έχεις αυτοκαταξιώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοκαταξιώσει | είχε αυτοκαταξιώσει | θα έχει αυτοκαταξιώσει | να έχει αυτοκαταξιώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοκαταξιώσει | είχαμε αυτοκαταξιώσει | θα έχουμε αυτοκαταξιώσει | να έχουμε αυτοκαταξιώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοκαταξιώσει | είχατε αυτοκαταξιώσει | θα έχετε αυτοκαταξιώσει | να έχετε αυτοκαταξιώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοκαταξιώσει | είχαν αυτοκαταξιώσει | θα έχουν αυτοκαταξιώσει | να έχουν αυτοκαταξιώσει |
| |
Μεταφράσεις
αυτοκαταξιώνω
|
|
- αυτοκαταξιώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.