αυτοκαταναλωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοκαταναλωτικός | η | αυτοκαταναλωτική | το | αυτοκαταναλωτικό |
| γενική | του | αυτοκαταναλωτικού | της | αυτοκαταναλωτικής | του | αυτοκαταναλωτικού |
| αιτιατική | τον | αυτοκαταναλωτικό | την | αυτοκαταναλωτική | το | αυτοκαταναλωτικό |
| κλητική | αυτοκαταναλωτικέ | αυτοκαταναλωτική | αυτοκαταναλωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοκαταναλωτικοί | οι | αυτοκαταναλωτικές | τα | αυτοκαταναλωτικά |
| γενική | των | αυτοκαταναλωτικών | των | αυτοκαταναλωτικών | των | αυτοκαταναλωτικών |
| αιτιατική | τους | αυτοκαταναλωτικούς | τις | αυτοκαταναλωτικές | τα | αυτοκαταναλωτικά |
| κλητική | αυτοκαταναλωτικοί | αυτοκαταναλωτικές | αυτοκαταναλωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοκαταναλωτικός < αυτοκατανάλωση + -τικός
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αυτός και καταναλώνω
Μεταφράσεις
αυτοκαταναλωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.