αυτοεκτίμηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοεκτίμηση | οι | αυτοεκτιμήσεις |
| γενική | της | αυτοεκτίμησης* | των | αυτοεκτιμήσεων |
| αιτιατική | την | αυτοεκτίμηση | τις | αυτοεκτιμήσεις |
| κλητική | αυτοεκτίμηση | αυτοεκτιμήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοεκτιμήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοεκτίμηση < αυτο- + εκτίμηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-esteem)
Ουσιαστικό
αυτοεκτίμηση θηλυκό
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αυτοεκτίμηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.