αυτοεικόνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοεικόνα | οι | αυτοεικόνες |
| γενική | της | αυτοεικόνας | των | αυτοεικόνων |
| αιτιατική | την | αυτοεικόνα | τις | αυτοεικόνες |
| κλητική | αυτοεικόνα | αυτοεικόνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοεικόνα < αυτο- + εικόνα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-image)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.