αυτοδιέγερση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοδιέγερση οι αυτοδιεγέρσεις
      γενική της αυτοδιέγερσης* των αυτοδιεγέρσεων
    αιτιατική την αυτοδιέγερση τις αυτοδιεγέρσεις
     κλητική αυτοδιέγερση αυτοδιεγέρσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδιεγέρσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοδιέγερση < αυτο- + διέγερση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική auto-excitation)

Ουσιαστικό

αυτοδιέγερση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.