αυστραλιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυστραλιακός η αυστραλιακή το αυστραλιακό
      γενική του αυστραλιακού της αυστραλιακής του αυστραλιακού
    αιτιατική τον αυστραλιακό την αυστραλιακή το αυστραλιακό
     κλητική αυστραλιακέ αυστραλιακή αυστραλιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυστραλιακοί οι αυστραλιακές τα αυστραλιακά
      γενική των αυστραλιακών των αυστραλιακών των αυστραλιακών
    αιτιατική τους αυστραλιακούς τις αυστραλιακές τα αυστραλιακά
     κλητική αυστραλιακοί αυστραλιακές αυστραλιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυστραλιακός < Αυστραλί(α) + -ακός[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /af.stɾa.li.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυστραλιακός

Επίθετο

αυστραλιακός, -ή, -ό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.