αυξομειωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυξομειωτικός | η | αυξομειωτική | το | αυξομειωτικό |
| γενική | του | αυξομειωτικού | της | αυξομειωτικής | του | αυξομειωτικού |
| αιτιατική | τον | αυξομειωτικό | την | αυξομειωτική | το | αυξομειωτικό |
| κλητική | αυξομειωτικέ | αυξομειωτική | αυξομειωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυξομειωτικοί | οι | αυξομειωτικές | τα | αυξομειωτικά |
| γενική | των | αυξομειωτικών | των | αυξομειωτικών | των | αυξομειωτικών |
| αιτιατική | τους | αυξομειωτικούς | τις | αυξομειωτικές | τα | αυξομειωτικά |
| κλητική | αυξομειωτικοί | αυξομειωτικές | αυξομειωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυξομειωτικός < αυξομειώνω + -τικός
Επίθετο
αυξομειωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αυξομείωση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αυξομειώνω, αυξάνω και μειώνω
Μεταφράσεις
αυξομειωτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.