αυξανόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυξανόμενος η αυξανόμενη το αυξανόμενο
      γενική του αυξανόμενου της αυξανόμενης του αυξανόμενου
    αιτιατική τον αυξανόμενο την αυξανόμενη το αυξανόμενο
     κλητική αυξανόμενε αυξανόμενη αυξανόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυξανόμενοι οι αυξανόμενες τα αυξανόμενα
      γενική των αυξανόμενων των αυξανόμενων των αυξανόμενων
    αιτιατική τους αυξανόμενους τις αυξανόμενες τα αυξανόμενα
     κλητική αυξανόμενοι αυξανόμενες αυξανόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυξανόμενος < αυξάνομαι

Μετοχή

αυξανόμενος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.