αυλακωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυλακωτός | η | αυλακωτή | το | αυλακωτό |
| γενική | του | αυλακωτού | της | αυλακωτής | του | αυλακωτού |
| αιτιατική | τον | αυλακωτό | την | αυλακωτή | το | αυλακωτό |
| κλητική | αυλακωτέ | αυλακωτή | αυλακωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυλακωτοί | οι | αυλακωτές | τα | αυλακωτά |
| γενική | των | αυλακωτών | των | αυλακωτών | των | αυλακωτών |
| αιτιατική | τους | αυλακωτούς | τις | αυλακωτές | τα | αυλακωτά |
| κλητική | αυλακωτοί | αυλακωτές | αυλακωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Κάτοψη αυλακωτού μεταβλητού άξονα μεταξύ δύο αρθρωτών συνδέσμων.
Ετυμολογία
- αυλακωτός < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
αυλακωτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.