αυλακωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυλακωτός η αυλακωτή το αυλακωτό
      γενική του αυλακωτού της αυλακωτής του αυλακωτού
    αιτιατική τον αυλακωτό την αυλακωτή το αυλακωτό
     κλητική αυλακωτέ αυλακωτή αυλακωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυλακωτοί οι αυλακωτές τα αυλακωτά
      γενική των αυλακωτών των αυλακωτών των αυλακωτών
    αιτιατική τους αυλακωτούς τις αυλακωτές τα αυλακωτά
     κλητική αυλακωτοί αυλακωτές αυλακωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Κάτοψη αυλακωτού μεταβλητού άξονα μεταξύ δύο αρθρωτών συνδέσμων.

Ετυμολογία

αυλακωτός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

αυλακωτός

  1. που έχει αυλάκια πάνω του
    αυλακωτές λαμαρίνες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.