αυλήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλήτρια οι αυλήτριες
      γενική της αυλήτριας των αυλητριών
    αιτιατική την αυλήτρια τις αυλήτριες
     κλητική αυλήτρια αυλήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλήτρια < (ελληνιστική κοινή) αὐλήτρια

Ουσιαστικό

αυλήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.