αὐλητρίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
αὐλητριδ-
ονομαστική αὐλητρίς αἱ αὐλητρίδες
      γενική τῆς αὐλητρίδος τῶν αὐλητρίδων
      δοτική τῇ αὐλητρίδ ταῖς αὐλητρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν αὐλητρίδ τὰς αὐλητρίδᾰς
     κλητική ! αὐλητρίς* αὐλητρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐλητρίδε
γεν-δοτ τοῖν  αὐλητρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αὐλητρίς < αὐλη(τής) + -τρίς

Ουσιαστικό

αὐλητρίς θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.