αυλάκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αυλάκωμα | τα | αυλακώματα |
| γενική | του | αυλακώματος | των | αυλακωμάτων |
| αιτιατική | το | αυλάκωμα | τα | αυλακώματα |
| κλητική | αυλάκωμα | αυλακώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αυλάκωμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.