αυγουστίνειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυγουστίνειος η αυγουστίνεια το αυγουστίνειο
      γενική του αυγουστίνειου της αυγουστίνειας του αυγουστίνειου
    αιτιατική τον αυγουστίνειο την αυγουστίνεια το αυγουστίνειο
     κλητική αυγουστίνειε αυγουστίνεια αυγουστίνειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυγουστίνειοι οι αυγουστίνειες τα αυγουστίνεια
      γενική των αυγουστίνειων των αυγουστίνειων των αυγουστίνειων
    αιτιατική τους αυγουστίνειους τις αυγουστίνειες τα αυγουστίνεια
     κλητική αυγουστίνειοι αυγουστίνειες αυγουστίνεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυγουστίνειος < Αυγουστίν(ος) + -ειος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vɣuˈsti.ni.os/

Επίθετο

αυγουστίνειος, -α, -ο

  • που έχει σχέση με τον Αυγουστίνο, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  • ευγενής, μεγαλοπρεπής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.