ατσάλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατσάλωμα τα ατσαλώματα
      γενική του ατσαλώματος των ατσαλωμάτων
    αιτιατική το ατσάλωμα τα ατσαλώματα
     κλητική ατσάλωμα ατσαλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατσάλωμα < ατσαλώνω + -μα < ατσάλι < μεσαιωνική ελληνική ἀτσάλιν < βενετική azzal < υστερολατινική aciarium (ferrum) (=κοφτερός σίδηρος) < λατινική acies < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα h₂eḱ- (κοφτερός, αιχμηρός)

Ουσιαστικό

ατσάλωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.